- δικοτυλήδονος
- -η, -ο(βοτ.), αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικοτυλήδονος — ο βοτ. 1. αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο έχει δύο κοτυληδόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
δικότυλος — η, ο (Α δικότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) δικοτυλήδονος 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδών αρχ. 1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων 2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek